- χειρόμαντις
- -άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. χειρομάντις, -ιδος, Ν(λόγιος τ.) ο χειρομάντης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + μάντις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρόμαντις — diviner by palmistry fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρομάντις — ιδος, ἡ, Ν βλ. χειρόμαντις … Dictionary of Greek
χειρομάντεις — χειρόμαντις diviner by palmistry fem nom/voc pl (attic epic) χειρόμαντις diviner by palmistry fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek